Φορλί

Φορλί
(Forli). Πόλη της Ιταλίας (108.200 κάτ. το 2003), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, που περιλαμβάνεται στην περιοχή Εμίλια-Ρομανία. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Μοντόνε και κατά μήκος της αρχαίας Αιμιλίας οδού. Είναι κέντρο πλούσιας γεωργικής περιοχής και έχει αξιόλογη βιομηχανία κυρίως χημικών προϊόντων και μηχανημάτων. Η πόλη αυτή έχει ενδιαφέροντα μεσαιωνικά μέγαρα και μεγαλοπρεπή μητρόπολη με τοιχογραφίες γνωστών καλλιτεχνών. Το Φ. είναι το αρχαίο Forum Livii των Ρωμαίων, από το οποίο προέρχεται και το όνομά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μελότσο ντα Φορλί — (Melozzo da Forli, Φορλί 1438 – 1494). Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης. Εργάστηκε στη Ρώμη, στο Ουρμπίνο και στο Λορέτο, με το έργο του να αντικατοπτρίζει τα χαρακτηριστικά της σχολής της Ούμπρια. Καταγόταν από οικογένεια καλλιτεχνών και τεχνιτών …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Τσινιάνι, Κάρλο — (Cignani, Μπολόνια 1628 – Φορλί 1719). Ιταλός ζωγράφος. Αφού παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη σχολή του Τζ. Μπ. Ντελ Κάιρο, σπούδασε στο πλευρό του Άλμπανι, η επίδραση του οποίου είναι καταφανέστατη στις τοιχογραφίες της αίθουσας Φαρνέζε στο …   Dictionary of Greek

  • Σπαλίτσι, Άλντο — (Spalicci). Ιταλός ποιητής καιπολιτικός (Μπερτίνορο, Φορλί 1886 Πρε μιλκουόρε, Φορλί 1973). Συνελήφθηκε το 1943 εξαιτίας της αντιφασιστικής του δράσης και της συμμετοχής του στην αντίσταση. Με τη λήξη του πόλεμου εκλέχτηκε γερουσιαστής. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Αντονιάτσο, Ρομάνο — (Romano Antoniazzo, μέσα 15ου – αρχές 16ου αι.). Ιταλός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αντόνιο Ακουίλι και η περίοδος της ακμής του εντοπίζεται μεταξύ 1461 1508 στο Λάτιο. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής του Λάτιο τον 15o …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • Εμίλια Ρομάνια — (Emilia Romagna). Ιστορική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (22.123 τ. χλμ., 3.960.549 κάτ. το 2001) της ηπειρωτικής Ιταλίας με πρωτεύουσα την Μπολόνια (910.592 κάτ.). Βρίσκεται στο βόρειο κεντρικό τμήμα της Ιταλίας, μεταξύ του ποταμού Πάδου στα …   Dictionary of Greek

  • Κυρινάλιο — (Quirinal). Ανάκτορο στη Ρώμη, χτισμένο πάνω στον ομώνυμο λόφο. Έλαβε την ονομασία του από τον Σαβίνο θεό Κυρίνο, που ήταν αντίστοιχος του Mars (Άρη) των Ρωμαίων και ταυτιζόταν με τον Ρωμύλο. Η οικοδόμηση του Κ. ξεκίνησε το 1574 επί πάπα… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • Μαλατέστα — (Malatesta). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ευγενών η οποία άκμασε στο Ρίμινι (12oς 14ος αι. μ.Χ.). Οι Μ., αφού κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το παπικό κόμμα των Γουέλφων, διεύρυναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη σχεδόν την περιοχή των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”